ρεπουμπλικάνος

ρεπουμπλικάνος
ο республиканец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρεπουμπλικάνος" в других словарях:

  • ρεπουμπλικάνος — ο, Ν 1. οπαδός τού ρεπουμπλικανισμού 2. α) οπαδός τού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος β) στον πληθ. οι ρεπουμπλικάνοι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. republican < γαλλ. republicain < republique «δημοκρατία» (< λατ. res publica).… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ρεμπούμπλικα — η, και ρε(μ)πούμπλικο, το, Ν ανδρικό καπέλο με γύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. repubblica (βλ. λ. ρεπουμπλικάνος)] …   Dictionary of Greek

  • ρεπουμπλικανικός — ή, ό, και ρεπουμπλικάνικος η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, στον ρεπουμπλικάνο ή στον ρεπουμπλικανισμό 2. φρ. «ρεπουμπλικανικό κόμμα» α) ονομασία πολιτικών κομμάτων διαφόρων χωρών που πιστεύουν στον… …   Dictionary of Greek

  • ρεπουμπλικανισμός — ο, Ν (πολ.) όρος που καλύπτει μια ποικιλία πολιτικών κινημάτων και θεωριών, τών οποίων τα κοινά σημεία είναι ότι αντιτίθενται στη μοναρχία, τάσσονται υπέρ μιας αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης και πιστεύουν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, στις αξίες… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερον, Σάιμον — (Simon Cameron, 1799 – 1889). Αμερικανός πολιτικός. Χρημάτισε γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πενσιλβάνια από το 1845 έως το 1849. Το 1856 προσχώρησε στο νεοσυσταθέν Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, του οποίου ήταν ένας από τους οργανωτές, και… …   Dictionary of Greek

  • Ταφτ, Γουίλιαμ Χόουαρτ — (Taft, 1857 – 1930). Αμερικανός πολιτικός. Διετέλεσε ομοσπονδιακός δικαστής και κυβερνήτης των Φιλιππίνων. Το 1904 έγινε υπουργός των Στρατιωτικών και με εντολή του Ρούσβελτ ανέλαβε την καταστολή της κουβανικής επανάστασης του 1906. Εξελέγη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»